Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015

Κατά πόσο χωράει ο "άλλος" και η "οπτική" του στη ρουτίνα μας;

Σήμερα το πρωί, πίνοντας τον καφέ μου, ξεκίνησα να προετοιμάζω μια εισήγηση σχετικά με την «ενεργητική ακρόαση». Καθώς συγκέντρωνα λοιπόν κάποια συμπληρωματικά στοιχεία από πρόσφατα αναγνώσματα, θυμήθηκα ότι εχθές, ένας φίλος μου είχε ζητήσει να διαβάσω ένα κείμενό του και να του πω τη γνώμη μου. Τελικά, λίγο η δουλειά, οι υποχρεώσεις… δεν πρόλαβα να το κάνω. Και μετά θυμήθηκα τον καφέ που έλεγα ότι θα έπινα με την παιδική μου φίλη κι εδώ και ένα μήνα δεν έχουμε ακόμη βρεθεί, παρά μόνο μέσα σε λεωφορεία, πηγαίνοντας σε δουλειές…

Τα σκέφτηκα όλα αυτά για λίγο κι αναρωτήθηκα: «Καλά είναι όλα αυτά που μαθαίνουμε και τα πιστεύουμε, το να (ξανα)μάθουμε δηλαδή πώς να ακούμε τον «άλλο»: ιδίως σκεπτόμενοι τα παιδιά μας, τους φίλους, τους «δικούς μας» ανθρώπους… Στην ουσία, όμως, κατά πόσο μπορούμε τελικά, είμαστε δηλαδή και έτοιμοι και διαθέσιμοι, να ακούσουμε τον «άλλο», μέσα σε αυτό που λέμε: η «ρουτίνα» μας; Κι αν δεν έχουμε ήδη το χρόνο για τους πιο δικούς μας ανθρώπους, τότε τι γίνεται με τους άλλους;»

Δεν έχω βέβαια σκοπό να αμφισβητήσω την (έμφυτη, πιστεύω) καλή μας πρόθεση, το ενδιαφέρον μας, ούτε την καλή εντύπωση που έχουμε για τον εαυτό μας. Και δεν θα υπονοούσα σε καμία των περιπτώσεων ότι είμαστε λιγότερο «καλοί άνθρωποι» ή λιγότερο «χρήσιμοι πολίτες» εάν δεν μπορούμε να «μπούμε στη θέση του άλλου» κι εάν δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις «ανάγκες» του άλλου. Είναι άλλωστε κι ανθρώπινο και ειλικρινές ότι «τα καθημερινά προβλήματα, ο αγώνας…-»

-Όλα αυτά όμως, δεν παύουν να είναι «βάρη», τα οποία θα μπορούσαμε κάλλιστα να μοιραζόμασταν με τον «άλλο», μέσα από σχέσεις εγγύτητας και φιλίας.

Ούτε να καταρρίψω την παραπάνω την δικαιολογία είχα ως στόχο… Αντίθετα, αυτό για το οποίο αναρωτιόμουν εξαρχής είναι: «Έχουμε πράγματι το χρόνο και τη διάθεση να ακούσουμε τον άλλο «ενεργά»; Και σε ίσους όρους; Να μάθουμε από αυτήν την αλληλεπίδραση και να διευρύνουμε, όπως λένε, τους «ορίζοντές» μας;»

Αλλά και όταν λέμε ότι θέλουμε να «αλλάξουμε», θέλουμε στ’ αλήθεια να δοκιμάσουμε τα όρια τον απόψεών μας ή επιδιώκουμε να παραμένουμε «συγκροτημένοι» μέσα από «απορριπτικές», κυρίως, στρατηγικές;

Αφενός (επειδή είναι προφανώς πιο «οικονομικό» όσον αφορά την «ενέργειά» μας), έχουμε την τάση να αναβάλλουμε κατά κάποιον τρόπο τις υποθέσεις των «άλλων», ακόμη και να απορρίπτουμε «προκαταβολικά» το διαφορετικό, νιώθοντας ότι το να δώσουμε κάτι παραπάνω ξεπερνά τις δυνάμεις μας… Από την άλλη πλευρά, η διεύρυνση των σχέσεων φιλίας, φαίνεται ότι είναι η απάντηση στα αρνητικά αισθήματα άγχους, μοναξιάς και κενού...

Και …η ρουτίνα μας;
Καταρχάς, δεν είναι κάτι αρνητικό. Είναι οι καθημερινές δραστηριότητες που είναι «απαραίτητες», που μας «συγκροτούν», που μας κάνουν να είμαστε «οι εαυτοί μας», που κάνουν τον κόσμο «προβλέψιμο», που μας βοηθούν να είμαστε οργανωμένοι, που μας επιτρέπουν τις μικρές διασκεδάσεις ή/ και «ιεροτελεστίες»: είναι η δουλειά αλλά μπορεί να είναι και η Κυριακάτικη εκδρομούλα, το διάβασμα της εφημερίδας το απόγευμα, η αγαπημένη μας τηλεοπτική εκπομπή…
Η ρουτίνα, για άλλους λιγότερο και για άλλους περισσότερο, είναι ούτως ή άλλως απαραίτητη για την ισορροπία μας.

Και μαζί με τη «ρουτίνα» μας, είναι ο «κύκλος» των ατόμων με τα οποία συναναστρεφόμαστε… Ένας κύκλος, που όμως, όσο μεγαλώνουμε, καταλήγει τελικά να «στενεύει»; Ή είμαστε γενικά (και δικαιολογημένα κάποιες φορές) καχύποπτοι, φοβισμένοι και απογοητευμένοι να γνωρίσουμε καινούργιους ανθρώπους, να τους εμπιστευτούμε και να εναποθέσουμε ελπίδες σε αυτούς;

Αυτό που γενικά παρατηρώ, είναι μια τάση να αναζητούμε τους ανθρώπους και τα στοιχεία που «συμφωνούν» με εμάς. Και το διατύπωσα επίτηδες έτσι, κι όχι: «που συμφωνούμε εμείς με αυτά». Μια τέτοια τάση μοιάζει «φυσική» για ένα «ισορροπημένο» άτομο. Μάλιστα, φαίνεται ότι και οι επιστήμονες που ασχολούνται με την «ψυχή», συνηγορούν σε κάτι τέτοιο, ενθαρρύνοντας τα άτομα προς τις παρέες που στηρίζουν τις επιλογές τους: «Η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό να συμπορεύεσαι με όσους σε σέβονται και να μην στενοχωριέσαι για τους άλλους».

Μα αυτό είναι διαφορετικό από το να περιμένουμε μόνο τη «συμφωνία» μέσα στις σχέσεις που θεωρούμε «καλές»: υπ’ αυτήν την έννοια, δεν αντιμετωπίζουμε τον άλλο ως «σύνολο», απομονώνουμε μόνο τα στοιχεία εκείνα που «χρειαζόμαστε». Αλλά και το να παραβλέπουμε ή να συγκαλύπτουμε τα «αρνητικά» στοιχεία του άλλου, όσο κι αν το κάνουμε με «καλή πρόθεση», εξακολουθεί να είναι μια μη συνολική αντιμετώπιση.

Και ποιος είναι «τέλειος»; Άλλωστε, μεταξύ φίλων, προβλέπεται πάντοτε μια κάποια «ασυλία»… Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι διατηρούμε μόνο τις φιλίες εκείνες που μας κολακεύουν.

Η «καλή σύγκρουση»:
Η αυθεντική, «καλή» επικοινωνία, δεν φοβάται την πρόκληση, τη σύγκρουση. Και σίγουρα δεν είναι μια (θεατρική) «παράσταση». Απλά σέβεται τα προσχήματα και διαθέτει τακτ: δηλαδή δεν αναδεικνύει σκοπίμως τα «συγκρουσιακά» θέματα, αντίθετα προσπαθεί να τα μονώσει, να τα περιορίσει. Η «σύγκρουση», παρόλα αυτά, μπορεί να είναι μια ευκαιρία για εμπέδωση του ενδιαφέροντος, των σχέσεων, της εμπιστοσύνης, των κοινών στόχων. Επομένως, είναι καλύτερα να τονίζουμε τις κοινές οπτικές αφού προηγουμένως έχουμε με ενδιαφέρον προσπαθήσει να καταλάβουμε καλά την οπτική του άλλου.

Συνεπώς:
  • Όταν ακούμε τον άλλο, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τον «ακούμε πραγματικά» και να ενθαρρύνεται κι εκείνος να εκφραστεί, κάνοντας επαναδιατυπώσεις με ενδιαφέρον κι όχι σαν «ανακριτές» ή «δικαστές».
  • Σημασία έχει να νιώθουν κι οι δυο πλευρές «ανωτερότητα» στη σχέση επικοινωνίας: επειδή οι διαδικασίες επικοινωνίας οδηγούν σε «αμοιβαία προσαρμογή», δηλαδή το επίπεδο του διαλόγου αλλάζει και έρχεται προς το μέσον, βοηθά το να είμαστε ξεκάθαροι στις επιδιώξεις μας στοχεύοντας πάνω απ’ όλα στην κοινή κατανόηση και το αμοιβαίο όφελος.
  • Όλοι μας έχουμε κάποιες πεποιθήσεις κι ενδεχομένως κάποια «ιδεολογία», όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε «κλειστοί» για να τα διατηρήσουμε. Αντίθετα, ο διάλογος βοηθά την καλλιέργεια όλων των απόψεων και μας βοηθά να παραμένουμε σίγουροι και συγκροτημένοι.
  • Κάθε άτομο «συγκρατεί» και «μαθαίνει» ό,τι το ενδιαφέρει αλλά και στη βάση των προηγούμενων εμπειριών του, επομένως η «πραγματική κατανόηση» χρειάζεται συνεχή προσπάθεια είτε είμαστε «καλοί ακροατές» είτε …όχι!
  • Το να αναζητάμε μόνο τα «σύμφωνα» στοιχεία δεν προωθεί ούτε τη «μάθηση» ούτε και τις νέες ιδέες
  • Αναγνωρίζουμε ότι κι ο άλλος έχει την ανάγκη να δείξει τα θετικά του στοιχεία, δεν του στερούμε αυτό το δικαίωμα. Έτσι, μπορούμε να δίνουμε και περισσότερες πρωτοβουλίες, να «βγάζουμε μπροστά» και τους άλλους, να προωθούμε όλες τις ιδέες… Έτσι συμβαίνουν όλα τα όμορφα και δημιουργικά πράγματα. Και μόνο αυτό θα φέρει «αλλαγή» και διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της γνώσης.
  • Το λιγότερο άλλωστε που θα «κερδίσουμε» είναι, ότι οι καλοί συνομιλητές, θεωρούνται γοητευτικοί και συμπαθείς από τον περίγυρό τους!

Είναι ωραίο να καλλιεργούμε τις δεξιότητές μας αλλά, εάν ταυτόχρονα δεν παράγουμε ευκαιρίες συνάντησης κι ανταλλαγής, σε τι ωφελούν;

Πόσες φορές στερούμαστε την αυθεντική επαφή και προτιμάμε τις «οθόνες»;
Οι οθόνες όμως, όσο κι αν έχουν αληθοφάνεια, εξειδικευμένη γνώση, ποικιλία και «νέα», δεν μας δίνουν τη δυνατότητα να ακούμε «ενεργητικά».
Ίσως οι απόψεις των ανθρώπων που συναντάμε καθημερινά, μας ενδιαφέρουν τελικά περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε… Κι ίσως και να μπορούν να αλλάξουν κάπως τις «προτεραιότητές» μας και μας δείξουν το «νόημα» που ψάχνουμε. Αλλά το πρώτο βήμα είναι να ανοίξουμε λίγο παραπάνω την καρδιά μας και μετά τα μάτια και τα αυτιά μας!


Χ. Κ.

Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2015

Ποια είναι η «ευτυχία» που όλοι δικαιούμαστε;

Τι είναι για τον καθένα από εμάς η ευτυχία; Είναι κάτι διαφορετικό ή είναι για όλους το ίδιο; Τη δικαιούμαστε έτσι κι αλλιώς ή την αξίζουμε μετά από στερήσεις και πολλή δουλειά; Μήπως κάποιες φορές είμαστε πολύ κοντά της αλλά δεν το γνωρίζουμε; Τη βρίσκουμε τελικά σε «αυτόν τον κόσμο» ή κρίνεται στο ..τέλος;
…Ή μήπως δεν υπάρχει;

Όποια κι αν είναι η σημασία της, όλοι μας έχουμε το ίδιο δικαίωμα στην ευτυχία.

Πρώτα-πρώτα, παίρνουμε ως αξιώματα, πρώτον ότι το κάθε άτομο έχει ξεχωριστή αξία, η οποία είναι αδιαπραγμάτευτη, και δεύτερον, ότι μπορεί να ορίσει μόνο του την τύχη του. Αυτό σημαίνει ότι έχει ίσα με τους άλλους δικαιώματα να ακούγεται ο λόγος του, να γίνεται σεβαστή η προσπάθειά του να αναδείξει τα θετικά του στοιχεία, να κάνει νέες αρχές, να έχει ευκαιρίες επανόρθωσης και να προσπαθεί για το καλύτερο…

Φαίνεται ότι η επιστήμη της ψυχολογίας, έχει συμβάλει αρκετά στο να «απενοχοποιήσει» την έννοια της «ευτυχίας», να την κάνει «προσιτή» στον καθένα μας και να κάνει λόγο για κάποια «βάρη» της «ψυχής», θέτοντας κάποια «όρια»: ας πούμε, ότι μπορούμε να λέμε κάποιες φορές «όχι», ακόμη και σε ανθρώπους που αγαπάμε, προκειμένου να φροντίσουμε περισσότερο τη σωματική υγεία και την ξεκούρασή μας, να διασφαλίσουμε την ατομική και οικογενειακή μας γαλήνη κι ηρεμία, να ιεραρχήσουμε τις «προτεραιότητες» μας και κυρίως, να δίνουμε χώρο και στις ατομικές μας «επιθυμίες»…

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2015

«Αναλόγως…», ένα κείμενο από τον "παιδικό κόσμο"

«Όταν με ρωτάνε κάτι, πρώτα λέω: «Αναλόγως...», σκέφτομαι λίγο και μετά τους απαντάω. Καμιά φορά δεν χρειάζεται να πω τίποτα άλλο παραπάνω. Με θαυμάζουν όταν λέω αυτή τη λέξη. Μάλλον κάτι στα μάτια μου, δείχνει ότι καταλαβαίνω περισσότερα απ’ όσα μπορώ να εξηγήσω. Στην πραγματικότητα, ξέρω εκατό «εξαιρέσεις» αλλά δεν μπορώ να σου πω ούτε ένα ρητό «κανόνα». Όλοι λένε μόνο «μη» και «δεν πρέπει», περιορίζοντας τα διασκεδαστικά πράγματα που μπορεί κανείς να δοκιμάσει όταν είναι παιδί. Αν ακούς συνέχεια φωνές, λες: «Δεν κάθομαι «στ’ αυγά μου», να παίξω με το τάμπλετ μου;». Όμως, ακόμη κι όταν παίζω, συνέχεια κρυφακούω τους «μεγάλους», μήπως καταλάβω κάτι «από τα συμφραζόμενα», αλλά κι εκείνοι, θεωρώντας ότι το παιδί τους είναι ήδη αρκετά έξυπνο, επιμένουν να μην λένε κάτι για «κανόνες». Όσοι δεν καταλαβαίνουν, μένουν ακόμη ένα γύρω έξω από αυτό το «παιχνίδι», αλλά εγώ έχω μείνει για περισσότερους, αφού λένε ότι είναι πολλά αυτά που πρέπει να μάθω.
Α, τώρα τελευταία, μάλλον έχω πάθει και κάτι που παθαίνεις όταν βλέπεις πολλή τηλεόραση, δεν εξηγείται αλλιώς, γιατί καμιά φορά ξεχνάω να γράφω σωστά, ειδικά όταν νιώθω ότι μου βάζουν δύσκολα, είναι σαν να θέλω να βάλω μια «άνω τελεία»: «Εντάξει παιδιά, ακόμη δεν το μάθαμε αυτό, γιατί τόση βιασύνη να πάμε παρακάτω;»… Τόσα πολλά καινούργια πράγματα ταυτόχρονα είναι καμιά φορά διασκεδαστικά, δεν λέω, αλλά πονοκέφαλος… Είναι σαν να κυνηγάς το τρένο. Κι όμως, ξέρω όλα τα γράμματα από το νηπιαγωγείο! Όταν γράφω μία λέξη ολόσωστη, έχω φτάσει να είμαι περήφανη για τον εαυτό μου. Όλα αυτά όμως, ό,τι ώρα θέλω μπορώ να τα μάθω! Απλά τώρα τρέχω να προλάβω τις «εξελίξεις», επειδή ο μπαμπάς παίζει με το τάμπλετ μου όση ώρα διαβάζω και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ όταν ακούω κάποιον άλλο να «σκοτώνει» τα «ζόμπυ» μου…

Αλλά έτσι είναι να είσαι μεγάλος, το διασκεδάσεις με την ψυχή σου όση ώρα θες και μπορείς να βρίζεις χωρίς να σε βάζουν τιμωρία. Όταν είσαι μικρός, πρέπει να κάνεις «υπομονή» όταν σε βρίζει κάποιος, ειδικά ο αδερφός σου. Αυτό είναι άδικο…
Και τα παιδιά στο σχολείο κάνουν κάτι «κακά» πράγματα, αλλά αυτό είναι πρόβλημα μόνο στο διάλειμμα, επειδή όταν μπούμε για μάθημα θα τιμωρηθούν για πριν, μετά θα το ξεχάσουμε όλοι και θα είμαστε καλά. Αν εξαιρέσεις ότι ένα παιδί έσπασε το χέρι του.
Οι τιμωρίες είναι πάντα άδικες, αλλά όλοι έχουμε «φάει»… «Αναλόγως» τι κάνεις, καθετί έχει την «ανάλογη» τιμωρία… Εκείνους, με τα όπλα, που έρχονται στον ύπνο μου και είναι κακοί, δεν τους βρίσκει κανείς. Δεν έχω καταλάβει γιατί λένε ότι δεν μοιάζω με τα άλλα παιδιά, αλλά δεν με στενοχωρεί αυτό επειδή έχω φίλους. Άλλοι δεν έχουν ούτε φίλους ούτε τάμπλετ… Θα προτιμούσα όμως να μου αφιερώνανε περισσότερο χρόνο οι γονείς μου, χρόνο χωρίς να μιλάμε, να ήμασταν αγκαλιά, να παίζαμε, χωρίς να με ρωτάνε τίποτα. Κι αυτή η δασκάλα μου, να μην είχε τόση υπομονή, επειδή η φασαρία γίνεται μεγαλύτερη στην τάξη και «τρελαίνει» τα αυτιά μου. Είναι άδικο. Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Δεν είπα να τους τιμωρήσει πολύ, κάποιοι έχουν ένα «πρόβλημα» και κάνουν φασαρία. Αλλά κι εγώ, ρίχνω καμιά φορά καμιά σπρωξιά, για να «επανορθώσω» μόνη μου αυτή την αδικία, σε κάποιους που κάνουν τους «εξυπνάκηδες», που τα κάνουν όλα ωραία και σωστά, που νομίζουν ότι με ξεπερνούν. Και τότε, με προσέχουν όλοι και τσιρίζουν, σαν χαζά! Ενώ όταν λέω εγώ κάτι έξυπνο κανείς δεν το ακούει. Όλοι ακούνε μόνο τον εαυτό τους στην τάξη… Κι η κυρία μάλλον έχει ήδη αποφασίσει ποιοι είναι οι πιο έξυπνοι.»

Α., 6 ½  ετών

Το κείμενο αποτελεί μια δημιουργική προσπάθεια γραφής. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για «συρραφή» από λόγια που έχω ακούσει από παιδιά, ηλικιών από 4 έως 7 ετών. Μερικές φορές, νομίζω ότι θα μπορούσα να ήμουν κι εγώ στη θέση τους. Όμως, τα σημερινά παιδιά, αντιμετωπίζουν σαφώς έναν πιο «πολύπλοκο» κόσμο, με περισσότερα «χατίρια» αλλά και περισσότερες «υποχρεώσεις». Όπως και να ‘χει, στον παιδικό κόσμο είναι δύσκολο να «μπούμε»: έχει στοιχεία υπερβολής, μεγαλοποίησης, μαγικής σκέψης και φαντασίας και είναι «αποσπασματικός», ας πούμε ότι οι σκέψεις τους δεν είναι ολοκληρωμένες ούτε και σταθερές, έρχονται, φεύγουν, διαστρεβλώνονται…
Παρόλα αυτά, τα παιδιά μοιάζουν να μιλούν σαν «μεγάλοι», ανακαλούν εύκολα τα περισσότερα ερεθίσματα που καθημερινά τους δίνουμε και να μπορούν να συζητήσουν γι’ αυτά. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επαναλαμβάνουμε πράγματα που σε εμάς φαίνονται «αυτονόητα», όπως οι κανόνες συμπεριφοράς «ανάλογα» με τα διαφορετικά περιβάλλοντα. Τα παιδιά νιώθουν ασφάλεια όταν τους μιλάμε ξεκάθαρα και να μην ξεχνάμε ότι η επανάληψη είναι η «μητέρα της μαθήσεως». Επομένως, δεν αρκούν τα νέα ερεθίσματα, εάν δεν επανερχόμαστε στην ουσία αυτών που θέλουμε τα παιδιά να μάθουν.
Επιπλέον, να μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι και τα παιδιά έχουν άγχος, μάλιστα περισσότερο απ’ όσο πιστεύουμε, κι αυτό είναι φυσικό. Όπως έλεγε μια καθηγήτριά μου «τα παιδιά γεννιούνται στη μέση του έργου», συνεπώς τους φαίνονται σαν «βουνό» όλα αυτά που πρέπει να μάθουν, ιδιαίτερα στη σχολική ηλικία… Και να μην ξεχνάμε τη σωματική κόπωση που υφίστανται στις «έντονες» μέρες τους.

Προτείνω να βλέπουμε κάποιες φορές τον κόσμο από την πλευρά των παιδιών: θέλουν απλά να ακούγεται αυτό που λένε, να τους δίνουμε χρόνο, να τα προσέχουμε, να μην βαριόμαστε τις επαναλήψεις γιατί κι αυτό δείχνει την αγάπη και την παρουσία μας, να τα αντιμετωπίζουμε σαν υπεύθυνα, να τους δείχνουμε αφοσίωση, να μην παίρνουμε πίσω τους κανόνες μας, να τους επιτρέπουμε να είναι παιδιά και …να μην είμαστε πιο παιδιά από αυτά…

Με αγάπη,
Χ. Κ.


Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2015

Η ηθική εκπαίδευση σε μια πιο «σύγχρονη» οπτική

Τα είδη των «σχολικών προβλημάτων»:

Τα προβλήματα βίας στο σχολείο, αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, «συμπτώματα», τα οποία οφείλονται κατά κύριο λόγο στην απώλεια της εμπιστοσύνης, της «εγγύτητας» και των συναισθημάτων «φιλίας».

Θα έλεγα, καλύτερα, ότι οι καθημερινές σχέσεις μας έχουν γίνει γενικότερα «τεχνικές»* αλλά και «αλλοτριωμένες»/ «αποξενωμένες». Κι εννοώ, μ’ αυτό, ότι, είναι πιθανό, αρκετές φορές, να μην βλέπουμε τον «άλλο» ως σύνολο, να απομονώνουμε δηλαδή, συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο, περισσότερες πιθανότητες στην «απόρριψη», αντί για την «αποδοχή» του. Και αυτή η τάση μπορεί να παρουσιαστεί σαν ένα «φαύλος κύκλος»: καχυποψία- διαχωρισμός της θέσης- απώλεια εμπιστοσύνης κ.ό.κ., με συνέπειες τόσο στις ομάδες (σε κοινωνικό επίπεδο) όσο και στα άτομα (σε ψυχολογικό επίπεδο)…

Επιπλέον, φαίνεται ότι τα «τιμωρητικά μέτρα», που αναγκαζόμαστε να πάρουμε πιστεύοντας ότι θα επαναφέρουμε τον «έλεγχο», επιδεινώνουν περισσότερο αυτήν την κατάσταση καθώς, όχι μόνο δεν τελικά είναι κατάλληλα ώστε να επαναφέρουν την «τάξη» και την «πειθαρχία» (αφού ο φόβος δεν επιτυγχάνει, μακροπρόθεσμα, να πείσει τα άτομα σε σχέση με την ανάγκη των κανόνων), αλλά και κάνουν ανταγωνιστικό και αρνητικό το σχολικό κλίμα.

Μάλιστα, ακόμη κι αν ο αυστηρότερος «έλεγχος» και η «εποπτεία», φαίνεται ότι κάποιες φορές «λειτουργούν», δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η βία ως φαινόμενο, παρουσιάζει την τάση να μετατίθεται σε πιο «αφύλακτα» περιβάλλοντα. Για παράδειγμα ο διαδικτυακός χώρος, είναι σαφώς λιγότερο πρόσφορος στον «έλεγχο» των ενηλίκων, σε σχέση με το σχολικό προαύλιο. Παράγει περισσότερες δυνατότητες στους δυνάμει «δράστες» αλλά και κάτι περισσότερο: την αμφιβολία σε σχέση με την «αθωότητα» του θύματος: «Εσύ, τι δουλειά είχες εκεί;»… Είναι πιο πολύπλοκα τα προβλήματα όταν, η εμπιστοσύνη μεταξύ μας, αντί να είναι δεδομένη, διαμεσολαβείται από «ερωτηματικά»...


Σχετικά με τα μέτρα πρόληψης γενικά…

Ας μιλήσουμε, όμως, για την «κλασική ηθική», μέσα από τον πλατωνικό μύθο, για το δακτυλίδι του Γύγη: «Εάν μπορούσες να γίνεις αόρατος, επιμένεις ότι δεν θα έκανες καμία «ανήθικη» πράξη;»…

Εκεί αναφέρεται  η «ηθική» εκπαίδευση, λοιπόν: τα άτομα να μην έχουν την πρόθεση να κάνουν το κακό, ακόμη και αν βρίσκονται σε (σχεδόν) «αφύλακτα» περιβάλλοντα.

Βέβαια, στη σημερινή εποχή, θα θεωρούταν αφελής, όποιος δεν έπαιρνε μέτρα προστασίας κι επέμενε να κινείται «ελεύθερα» σε «αφύλακτα» περιβάλλοντα. Ο προληπτικός έλεγχος είναι καλό να είναι εκεί, διότι πάντοτε θα υπάρχουν εξαιρέσεις στον κανόνα, απρόβλεπτες καταστάσεις και ατυχήματα…

Όμως, το θέμα μας εδώ, δεν είναι εάν και πώς θα καταργήσουμε ή θα εντείνουμε τον «έλεγχο», αλλά τι είναι αυτό που επιδιώκουμε όταν απευθυνόμαστε στους επιστήμονες; Να απαντάμε στη βία με μέτρα που θέτουν εξωτερικούς κανόνες, εξοντώνουν, τιμωρούν κι αποκλείουν τα άτομα ή να φτάνουμε στο άλλο άκρο, όντας αναγκασμένοι, για διάφορους λόγους, να συγκαλύπτουμε τα προβλήματα;

Προφανώς και μια, πιο «προσεκτική», απάντηση στη «βία», συνδυάζει (ή οφείλει να συνδυάζει) την «ένταξη» και την «επανόρθωση» με την αποκατάσταση των δεσμών «εμπιστοσύνης» και «φιλίας». Επομένως, απαιτείται να ανατρέξουμε στις «κλασικές αξίες» της εκπαίδευσης…


Ποια «ηθική» εκπαίδευση;

Αναμφίβολα, κάθε «ηθική» εκπαίδευση, έχει σαν αρχή της την πίστη, ότι ο άνθρωπος είναι εκ φύσεως καλός και ότι, με βάση αυτήν την καλοσύνη και την τάση για συντροφικότητα, μπορούμε να προσδοκούμε ότι θα γίνει δίκαιος (και υπεύθυνος).

Στόχος λοιπόν, της «ηθικής» είναι, αφενός να προωθήσει τη «φιλία», αφού, κατά τον Αριστοτέλη «οι πραγματικοί φίλοι δεν αδικούν ο ένας τον άλλο».

Στην πραγματικότητα, κάνουμε λόγο για την «ηθική» του να αποδεχόμαστε τους άλλους χωρίς να κρίνουμε, να παραμένουμε καλόπιστοι με τους ανθρώπους και να δίνουμε ουσιαστικές ευκαιρίες επανόρθωσης.

Αφετέρου, στόχος αυτής της «ηθικής» είναι να (ξανα)δει τον «άλλο» ως «σύνολο», με «τακτ», χωρίς να «σκαλίζει» συνεχώς για τυχόν «παραφωνίες», επιτρέποντας στα άτομα να διατηρούν την καλή εικόνα τους, ακόμη κι αν κάποιες συμπεριφορές τους έχουν προκαλέσει (περισσότερο ή λιγότερο ηθελημένα) δυσάρεστες συνέπειες.

Σε μια πιο σύγχρονη οπτική, φαίνεται ότι, μέσα από δομημένες διαδικασίες στις οποίες μπορούμε όλοι να εκπαιδευτούμε, έχουμε τη δυνατότητα να απλοποιήσουμε τις διαδικασίες « αποτελεσματικής επικοινωνίας» και «απονομής δικαιοσύνης», δίνοντας το λόγο στα άτομα, τις οπτικές τους, τα συναισθήματα, τις διαφορετικές βαρύτητες και προτεραιότητες τους**… Σε αυτές τις διαδικασίες, τα άτομα εξακολουθούν να έχουν αυτοπεποίθηση και να μπορούν να ελπίζουν στο «αμοιβαίο όφελος».


Τι θα έκανες αν ο καλύτερος φίλος σου έκανε κάποιο «λάθος»;

Κάποιους ανθρώπους τους δεχόμαστε, όπως λέμε, «με τα ελαττώματά τους». Τα παιδιά μας, τους γονείς, τα αδέρφια, τους φίλους. Για τη γενίκευση αυτής της …«ασυλίας» πρόκειται στην ουσία***.

Για «ηθική» του να συζητάμε ξεκάθαρα για τις συνέπειες των πράξεων, να επιδιώκουμε την ευθύνη και τη λογοδοσία εντός της ομάδας, ερευνώντας νέες εναλλακτικές, επιδιώκοντας να νιώθουμε «ασφάλεια» και να αποδίδουμε δικαιοσύνη χωρίς να διαρρηγνύουμε τους δεσμούς φιλίας κι εμπιστοσύνης.

Αυτή η «ηθική» εκπαίδευση μπορεί κάλλιστα να ενθαρρύνεται από τις σχολικές κοινότητες και να γίνεται σε αυτές η πρακτική της εφαρμογή, αφού σε αυτές τις ομάδες, αναμφίβολα, όλα τα μέλη ενδιαφέρονται για το καλό των παιδιών. Κι επειδή, μιλώντας για «σχολική βία», έχουμε στην πραγματικότητα να κάνουμε με συμπεριφορές που δεν έχουν για τα καλά εγκατασταθεί ως «παραβατικές», αφού εξακολουθεί να υπάρχει ο «κοινωνικός έλεγχος» της οικογένειας, έχουμε έναν ακόμη λόγο να προσπαθήσουμε πιο πολύ...

Χριστίνα Καλαβρή,
ψυχολόγος-εγκληματολόγος.

__________
* (αυτό είναι, αρχικά, ουδέτερος όρος…)
**Η «ειρηνική επίλυση συγκρούσεων» και η «διαμεσολάβηση», είναι παραδείγματα δομημένων διαδικασιών που βασίζονται στη χρήση τεχνικών που μπορούν να διδαχτούν σε όλα τα άτομα.

***Σε άρθρα όπως αυτό, παρουσιάζουμε απλές ιδέες. Ισχύουν πάντοτε με τον όρο ότι κι ο αναγνώστης θα αναζητήσει αντίστοιχο υλικό, θα συγκρίνει, θα εμβαθύνει, θα συμπληρώσει κάτι… Επίσης, το ότι πιστεύουμε σε αυτές τις ιδέες, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και επιφυλάξεις, περιορισμοί, κριτικές… Σαφώς όταν παρουσιάζουμε κάποιες προτάσεις, δεν επιδιώκουμε ότι θα αλλάξουν από τη μια μέρα στην άλλη οι κοινωνικές πρακτικές κι οι «κοσμοθεωρίες», αξίζει, ωστόσο, να δοκιμάζουμε κάποιες από αυτές…

Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2015

Μπορούμε να νιώθουμε μόνο ευχάριστα συναισθήματα;

Μπορούν να λεχθούν πολλά  για την προσωπική ευτυχία, τη σημασία των θετικών σκέψεων και συναισθημάτων και τη δύναμη της αισιοδοξίας σε επίπεδο …πεποιθήσεων. Όλα αυτά, έχουν βέβαια σημαντικό ρόλο στο να μας κάνουν καλύτερους, βελτιώνοντας τον τρόπο που κατανοούμε τον εαυτό μας, τον τρόπο που προσαρμοζόμαστε στις διάφορες καταστάσεις, την ανάπτυξη των κλίσεων και των δεξιοτήτων μας. Όμως, η ευτυχία, η ευχαρίστηση, η επιτυχία και οι σχετικοί «ευσεβείς πόθοι» μας, είναι υποθέσεις, τελικά, ατομικές;

Θέλω με αυτό να πω, ότι ψάχνουμε, τελικά, σε βάθος για τα συναισθήματα, τη δύναμη, τα κίνητρα και τι βρίσκουμε; Νευρώνες του εγκεφάλου, διαδικασίες που έχουν να κάνουν με χημεία και βιολογία… Ας αλλάξουμε, για λίγο, επίπεδο ανάλυσης: όλες οι προσεγγίσεις μας θα πρέπει, καταρχάς, να λαμβάνουν υπόψη ότι, «εκ φύσεως», είμαστε όντα «κοινωνικά» και «πολιτικά», δηλαδή ότι, πάνω απ’ όλα, έχουμε την ανάγκη να επικοινωνούμε, να συναναστρεφόμαστε, να έχουμε συντροφιά, να κρίνουμε, να συγκρινόμαστε, να πείθουμε

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Η μάθηση της υπευθυνότητας στο σχολείο και στην οικογένεια

Η μάθηση της υπευθυνότητας είναι η μάθηση η οποία έχει ως στόχο, τα παιδιά να γίνουν ανεξάρτητα και υπεύθυνα, εσωτερικεύοντας τις ηθικές αξίες και τους κανόνες. Πρόκειται για την ενθάρρυνση των παιδιών να δρουν αυτόνομα, σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και σεβασμού, όπου λαμβάνεται υπόψη η γνώμη τους.

Εξαιτίας αυτής της προτεραιότητας, της προτεραιότητας δηλαδή της εσωτερίκευσης σε αντιδιαστολή με την απλή υπακοή, οι ετερόνομες/ «αυταρχικές» μέθοδοι, ατονούν στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, επειδή δεν βοηθούν τα παιδιά να κάνουν τους κανόνες «μέρος της προσωπικότητας τους». Όλοι καταλαβαίνουμε γιατί, όταν ο κανόνας τηρείται υποχρεωτικά, εξαιτίας του φόβου, δεν τηρείται σχολαστικά.

Τα παιδιά λοιπόν, μπορούν να κατανοήσουν τις πράξεις τους από τις συνέπειές τους, αλληλεπιδρώντας «ίσοις όροις» με τους ενηλίκους του περιβάλλοντος τους.

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2015

Διδάσκοντας τις δεξιότητες πρόληψης και διαχείρισης συγκρούσεων

Όταν λέμε ότι κάποιος είναι καλός ακροατής, ότι μας εμπνέει εμπιστοσύνη κι είναι ψύχραιμος, αυτές είναι δεξιότητες που μπορούμε να τις διδάξουμε και να τις διδαχτούμε; Με άλλα λόγια, μπορούμε, τελικά, να διδάξουμε τις δεξιότητες διαχείρισης κρίσεων και συγκρούσεων; Κι αν η απάντηση είναι θετική, τότε πώς μπορούμε, σε ένα πρόγραμμα 15-25 ωρών, να επηρεάσουμε τις συμπεριφορές και τις στάσεις των ατόμων ώστε να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν «εποικοδομητικά» αυτές τις δεξιότητες;

Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Η ασφάλεια στο σχολείο, σε σχέση με τους στόχους της διδασκαλίας και της αγωγής

Έχουμε παρεξηγήσει τη σημασία της «ασφάλειας» στο σχολικό περιβάλλον. Και σε μεγάλο βαθμό, αυτό οφείλεται στο ότι έχουμε γενικές, αφηρημένες ή / και στερεοτυπικές απόψεις για τους ειδικούς (ψυχολόγους, εγκληματολόγους, κοινωνιολόγους και όλους τους «-λόγους», γενικά), τους ρόλους τους, τα επιστημονικά τους αντικείμενα.

Θα ξεκινήσω με ένα παράδειγμα. Σε μια εισήγηση, πριν από λίγο καιρό, κάποιος έμπειρος και συμπαθής εκπαιδευτικός, παραπονέθηκε έντονα ότι, εξηγώντας τα μέτρα πρόληψης και διαχείρισης των συγκρούσεων στο σχολείο, δεν του έδωσα κάποια σαφή λύση σχετικά με το τι πρέπει να κάνει ο εκπαιδευτικός όταν προκύψει ένα πολύ σοβαρό περιστατικό βίας, τραυματισμού ή/ και εκβιασμού στο σχολείο. Η διαχείριση μιας τέτοιας κατάστασης ωστόσο, είναι προφανές ότι έχει ξεφύγει από τις δυνατότητες και το ρόλο, όχι μόνο του εκπαιδευτικού, αλλά και του (σχολικού) ψυχολόγου, αφού, όπως είναι επόμενο, στην περίπτωση της σωματικής βλάβης, επεμβαίνει η αστυνομία κι ο εισαγγελέας, γίνονται μηνύσεις, ενώ, οι εμπλεκόμενοι στο περιστατικό, είτε το έχουν ξεχάσει είτε έχουν δώσει συνέχεια, είναι πιθανόν να ξανασυναντηθούν μετά από ένα-δυο χρόνια στο δικαστήριο…

Επανέρχομαι και πάλι στο ζήτημα της «ασφάλειας». Το ότι οι έρευνες μας λένε ότι δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα βίας και εκφοβισμού στα ελληνικά σχολεία, ότι δεν υπάρχουν συμμορίες ανηλίκων κι ότι ο κοινωνικός έλεγχος συγκρατεί ακόμη τα επίπεδα βίας, δεν σημαίνει ότι, ως «ειδικοί», επαναπαυόμαστε στις στατιστικές. Επίσης, από την άλλη πλευρά, όλοι συναισθανόμαστε τη μεγάλη ευθύνη που έχουν οι εκπαιδευτικοί στο σχολείο, σχετικά με τη φυσική ασφάλεια των παιδιών, σε αναλογία με τα «βασικά», αν μου επιτρέπεται, «μέσα» που διαθέτουν: όσον αφορά γνώσεις, προσωπικό και υποδομές για πρώτες βοήθειες, διάγνωση και αντιμετώπιση κάθε είδους ιδιαιτερότητας των μαθητών ή/ και «μέτρα πειθαρχίας», τα οποία μπορούν άμεσα και με «μαγικό», σχεδόν, τρόπο, να επαναφέρουν την «τάξη».

Το ότι συναισθανόμαστε όλοι αυτήν την ευθύνη, δεν σημαίνει ότι το σχολείο πρέπει να γεμίσει με ειδικευμένους και περαιτέρω εξειδικεύσεις των ειδικευμένων ειδικών… Αλίμονο αν με το πρόσχημα της «ασφάλειας», καταργούσαμε, προληπτικά, κάθε ελεύθερη κι αυθόρμητη πράξη της παιδικής ηλικίας. Σημαίνει καταρχάς, ότι πρέπει να αντιληφθούμε τους ρόλους μας και να ενθαρρύνουμε ο ένας τον άλλον σε αυτούς, αποκαθιστώντας το σεβασμό και την εμπιστοσύνη.

Οι σύγχρονες παιδαγωγικές μέθοδοι, προτείνουν τη βελτίωση της συνεργασίας, την υποβοηθητική σχέση εκπαιδευτικών και μαθητών, την ενθάρρυνση  των πρωτοβουλιών και την καλλιέργεια των ιδιαίτερων δεξιοτήτων του κάθε, διαφορετικού, ατόμου, τις ανοιχτές οπτικές, την ένταξη απέναντι στην τιμωρητικότητα. Συνεπώς, προς αυτήν την κατεύθυνση κινούνται και οι παρεμβάσεις των ειδικών, που έχουν, σε μεγάλο βαθμό, να κάνουν, με την αποκατάσταση των σχέσεων και των λειτουργιών (όπως η υπευθυνότητα και ο κοινωνικός έλεγχος) εντός των (σχολικών κι όχι μόνο) κοινοτήτων. Στην πραγματικότητα, δεν τίθεται θέμα σύγκρισης ανάμεσα στο τώρα και στο «παλαιότερα», άλλωστε οι παιδαγωγικές ιδέες εξελίσσονται όπως και η κοινωνία: κάποιοι, ωστόσο, εξακολουθούν να πιστεύουν ότι το σχολείο θα λειτουργούσε καλύτερα εάν υπήρχε λιγότερη «δημοκρατία» (και περισσότερη «πειθαρχία») σ’ αυτό. Η γνώμη μου είναι ότι, δεν χρειάζεται ούτε λιγότερη, ούτε και περισσότερη «δημοκρατία» απ’ όση ήδη υπάρχει. Μάλιστα, σε σχέση με την απλή πειθαρχία, θα ήθελα να προσθέσω ότι αυτή βασίζεται στην υπακοή κανόνων, οι οποίοι παραμένουν «εξωτερικοί» προς τα άτομα, ενώ οι διαδικασίες που προωθούν την εσωτερίκευση των κανόνων (όπως ο διάλογος και οι συζητήσεις για τα δικαιώματα, η επανόρθωση και η ανάληψη ρόλων), είναι εκείνες που εγγυώνται ότι τα άτομα θα τηρούν τους κανόνες (της ομάδας), «ως μέρος της προσωπικότητάς τους». Στόχος λοιπόν, της αγωγής είναι να καλλιεργήσει άτομα «υπεύθυνα, αυτόνομα και καλά».

Σε ένα πλαίσιο όπως αυτό που περιγράψαμε, σε ποιο βαθμό, μπορεί, ο εκπαιδευτικός, εάν κληθεί να παίξει και το ρόλο «αστυνομικού», «φύλακα», «ντετέκτιβ», «ανακριτή»…, θα μπορέσει να φέρει αποτελεσματικά εις πέρας τα εκπαιδευτικά του καθήκοντα; Πώς θα έρθει κοντά στους μαθητές, θα αναπτύξει σχέση εμπιστοσύνης και κλίμα συνεργασίας κι αλληλοβοήθειας μέσα στην τάξη, ώστε να μεταδώσει τις γνώσεις του, να προωθήσει την κριτική σκέψη και τη δημιουργικότητά των μαθητών, να αναδείξει τα «κρυμμένα τους προσόντα»;

Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι, ο φίλτατος εκπαιδευτικός, που μου ζήτησε να του …«διδάξω» ανακριτικές μεθόδους της εγκληματολογίας, τονίζοντας ότι τα προβλήματα βίας στο σχολείο είναι, κάποιες φορές, πιο σύνθετα και σοβαρά απ’ όσο οι «μεγάλοι» θέλουμε να πιστεύουμε, το έκανε με καλές προθέσεις, όντας σίγουρος ότι έχει και την εμπειρία και την διάθεση να υποστηρίξει τους μαθητές του, να τους παρέχει ασφάλεια και βοήθεια. Όμως, εάν ακολουθήσουμε μια πολιτική πρόληψης, η οποία, θα αντιμετωπίζει τους μαθητές ως δυνάμει παραβάτες, εκφοβιστές, εκβιαστές… κτλ κι όλους τους γονείς, ως υποψήφιους γονείς θυμάτων είτε γονείς «θυτών», τότε ποια θα είναι τα όρια των κοινωνικών μας ρόλων, ποια η συμβολή μας στην ανάδειξη των θετικών όψεων των μαθητών και σε πιο επίπεδο θα παρέχουμε, τελικά, «ασφάλεια» στο σχολικό περιβάλλον;

Είμαι της γνώμης ότι η ψύχραιμη ενημέρωση είναι καλύτερη από το να αναζητούμε τους ειδικούς μόνο σε εμφανίσεις που ακολουθούν τα δυσάρεστα κι ακραία γεγονότα, καθώς σε εκείνες τις περιπτώσεις οι ειδικοί έχουν ρόλο αναλυτικό κι όχι προληπτικό. Κι είμαι πεπεισμένη, ότι, η ασφάλεια που στην πραγματικότητα έχουμε κατά νου, δεν αφορά κάτι παραπάνω από την ασφάλεια του σεβασμού και της ελεύθερης έκφρασης: το να είναι κάποιος ο εαυτός του χωρίς να περιθωριοποιείται για την οικονομική του κατάσταση, το φύλο του, το χρώμα του, τις ιδέες του, τις επιδόσεις του… Εάν επιδιώξουμε όλοι αυτήν την ασφάλεια, τότε η «άλλη» ασφάλεια, δηλαδή της σωματικής ακεραιότητας, είναι δεδομένη. Κι αυτό είναι ένα «συμβόλαιο» συνεργασίας μεταξύ ενηλίκων κι ανηλίκων, κι όχι μια (ακόμη) αιτία ανταγωνισμών, διαχωρισμών και σχέσεων εξουσίας…


Χριστίνα Καλαβρή,
ψυχολόγος- εγκληματολόγος
______

Σε αυτό το ιστολόγιο, σχετικά είναι τα άρθρα, «Λάθη που κάνουν οι γονείς επιδιώκοντας την ασφάλεια των παιδιών στο σχολείο», Χ.Κ. Μάιος 2015 και «Προσδοκίες που δεν αντιστοιχούν στην πραγματικότητα σε σχέση μετα παιδιά», όπως πάντα «Σε επίπεδο πεποιθήσεων….»

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2015

Η αβεβαιότητα και ο ρόλος της ενθάρρυνσης

Αυτές τις μέρες, αναρωτιέμαι τι να σκέφτονται οι ελληνικές οικογένειες σε σχέση με την παιδεία. Η αλήθεια είναι ότι δεν παρακολουθώ τηλεόραση. Ενημερώνομαι από τις εφημερίδες και το ραδιόφωνο: αβεβαιότητα για τη λειτουργία, τα κόστη και τη χωρητικότητα των παιδικών σταθμών, για το πότε θα ανοίξουν τα δημοτικά, ποιες θα είναι οι "διαρροές"της ιδιωτικής παιδείας και πώς θα τις "υποδεχτεί" η δημόσια... Ο τομέας της παιδείας, μας αφορά και μας επηρεάζει όλους.

Διαφορετικές ανάγκες και νοοτροπίες θα συναντηθούν και φέτος κάτω από τις "ομπρέλες" των σχολικών κοινοτήτων, με κοινό στόχο να αποκομίσουν εφόδια, να συνεργαστούν στην εκμάθηση καινούργιων πραγμάτων, με προσωπικό που (ακριβώς επειδή έχει μεγάλες ευθύνες) είναι, ενδεχομένως, αγχωμένο, εξουθενωμένο, και πιθανόν όχι και τόσο ικανοποιημένο από τις συνθήκες εργασίας.

Κι όμως, δεν είμαστε μια χώρα σε διαδικασία αποδόμησης, όπως θα ήταν πιθανόν, στην κρίσιμη περίοδο την οποία διερχόμαστε. Αφενός, το ότι αντιλαμβανόμαστε τα "προβλήματα", σημαίνει ότι υπάρχει ένας "ζωντανός" κοινωνικός ιστός, που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Κι από τη στιγμή που εκφράζεται δυσαρέσκεια κι αγανάκτηση, αυτό σημαίνει ότι κανείς δεν χαίρεται και δεν επιθυμεί να επωφεληθεί από τη δύσκολη κατάσταση της χώρας του. Αφετέρου, το αντικείμενο μου και κυρίως η επαφή μου με τους συμπολίτες μου (κι όχι μόνο), με έχει κάνει να εντοπίζω εύκολα τις "γερές" κολόνες των κοινοτήτων: οι γυναίκες ως μητέρες κι όχι μόνο, οι εθελοντές, οι λειτουργοί που δραστηριοποιούνται πέραν από τα τυπικά τους καθήκοντα, εμψυχώνουν, σχεδιάζουν, στηρίζουν, επιμορφώνονται και βρίσκουν τις πηγές στήριξης, ο ιδιωτικός τομέας που επίσης προσπαθεί, χωρίς εξωτερική βοήθεια, να συντηρηθεί...

Η βάση της κοινωνίας γνωρίζει καλά τη "συνταγή" της συνεργασίας, της εμψύχωσης και διαθέτει εσωτερικά κίνητρα, γι' αυτό συνεχίζει να παράγει "κόμβους" ώστε να στηρίξει τις δομές της. Η παιδεία είναι άκρως απαραίτητη για τους πολίτες που θα κρίνουν, θα στηρίξουν, θα αλλάξουν το αύριο, γι' αυτό έχει προτεραιότητα. Επομένως, το βάρος πέφτει στους κοινωνικούς ρόλους. Αφορά το σεβασμό, την εμπιστοσύνη, την ενθάρρυνση, τις αξίες. Αλλά πρώτα πρώτα πρέπει να κατανοήσουμε ο ένας τις ανάγκες του άλλου.

Χ.Κ.

Γιατί αξίζει να επιμείνουμε στη διδασκαλία της γραφής και πώς θα βοηθήσουμε τα παιδιά στις δυσκολίες τους σχετικά με το γραπτό λόγο;

Οι δεξιότητες γραφής είναι βασικές, όχι μόνο για τη βελτίωση της επίδοσης των παιδιών στο σχολείο, διότι η γραφή έχει χαρακτηριστεί ως η «ακρογωνιαία λίθος της μάθησης», αλλά και επειδή, ως ικανότητα έκφρασης των ιδεών και αποτελεσματικής επικοινωνίας, είναι «ωφέλιμη για τα άτομα και σε ψυχολογικό επίπεδο*». Πιο συγκεκριμένα, όπως μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε, τα άτομα που έχουν επαρκείς (και πάνω από το μέσο όρο) δεξιότητες γραφής, έχουν περισσότερη αυτοπεποίθηση και είναι σε θέση να διαχειριστούν τις γνώσεις τους (δηλαδή να σκεφτούν κριτικά, να κατανοήσουν και να επιλύσουν πολύπλοκα προβλήματα) και να τις δείξουν.

Η μελέτη της γραφής, έχει δείξει ότι πρόκειται για μια δεξιότητα, ή καλύτερα, ένα σύνολο δεξιοτήτων, που μπορούν να βελτιωθούν με τη διδασκαλία «στρατηγικών».