Σήμερα το πρωί, πίνοντας τον καφέ μου, ξεκίνησα να
προετοιμάζω μια εισήγηση σχετικά με την «ενεργητική ακρόαση». Καθώς συγκέντρωνα
λοιπόν κάποια συμπληρωματικά στοιχεία από πρόσφατα αναγνώσματα, θυμήθηκα ότι
εχθές, ένας φίλος μου είχε ζητήσει να διαβάσω ένα κείμενό του και να του πω τη
γνώμη μου. Τελικά, λίγο η δουλειά, οι υποχρεώσεις… δεν πρόλαβα να το κάνω. Και
μετά θυμήθηκα τον καφέ που έλεγα ότι θα έπινα με την παιδική μου φίλη κι εδώ
και ένα μήνα δεν έχουμε ακόμη βρεθεί, παρά μόνο μέσα σε λεωφορεία, πηγαίνοντας
σε δουλειές…
Τα σκέφτηκα όλα αυτά για λίγο κι αναρωτήθηκα: «Καλά είναι όλα αυτά που μαθαίνουμε και τα πιστεύουμε,
το να (ξανα)μάθουμε δηλαδή πώς να ακούμε τον «άλλο»: ιδίως σκεπτόμενοι τα
παιδιά μας, τους φίλους, τους «δικούς μας» ανθρώπους… Στην ουσία, όμως, κατά
πόσο μπορούμε τελικά, είμαστε δηλαδή και έτοιμοι και διαθέσιμοι, να ακούσουμε
τον «άλλο», μέσα σε αυτό που λέμε: η «ρουτίνα» μας; Κι αν δεν έχουμε ήδη το
χρόνο για τους πιο δικούς μας ανθρώπους, τότε τι γίνεται με τους άλλους;»
Δεν έχω βέβαια σκοπό να αμφισβητήσω την (έμφυτη, πιστεύω) καλή
μας πρόθεση, το ενδιαφέρον μας, ούτε την καλή εντύπωση που έχουμε για τον εαυτό
μας. Και δεν θα υπονοούσα σε καμία των περιπτώσεων ότι είμαστε λιγότερο «καλοί
άνθρωποι» ή λιγότερο «χρήσιμοι πολίτες» εάν δεν μπορούμε να «μπούμε στη θέση
του άλλου» κι εάν δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις «ανάγκες» του άλλου. Είναι
άλλωστε κι ανθρώπινο και ειλικρινές ότι «τα καθημερινά προβλήματα, ο αγώνας…-»
-Όλα αυτά όμως, δεν παύουν να είναι «βάρη», τα οποία θα
μπορούσαμε κάλλιστα να μοιραζόμασταν με τον «άλλο», μέσα από σχέσεις εγγύτητας
και φιλίας.
Ούτε να καταρρίψω την παραπάνω την δικαιολογία είχα ως
στόχο… Αντίθετα, αυτό για το οποίο αναρωτιόμουν εξαρχής είναι: «Έχουμε πράγματι το χρόνο και τη διάθεση να
ακούσουμε τον άλλο «ενεργά»; Και σε ίσους όρους; Να μάθουμε από αυτήν την
αλληλεπίδραση και να διευρύνουμε, όπως λένε, τους «ορίζοντές» μας;»
Αλλά και όταν λέμε ότι θέλουμε να «αλλάξουμε», θέλουμε στ’
αλήθεια να δοκιμάσουμε τα όρια τον απόψεών μας ή επιδιώκουμε να παραμένουμε «συγκροτημένοι»
μέσα από «απορριπτικές», κυρίως, στρατηγικές;
Αφενός (επειδή είναι προφανώς πιο «οικονομικό» όσον αφορά
την «ενέργειά» μας), έχουμε την τάση να αναβάλλουμε κατά κάποιον τρόπο τις
υποθέσεις των «άλλων», ακόμη και να απορρίπτουμε «προκαταβολικά» το διαφορετικό,
νιώθοντας ότι το να δώσουμε κάτι παραπάνω ξεπερνά τις δυνάμεις μας… Από την άλλη πλευρά, η διεύρυνση των
σχέσεων φιλίας, φαίνεται ότι είναι η απάντηση στα αρνητικά αισθήματα άγχους,
μοναξιάς και κενού...
Και …η ρουτίνα μας;
Καταρχάς, δεν είναι κάτι αρνητικό. Είναι οι καθημερινές
δραστηριότητες που είναι «απαραίτητες», που μας «συγκροτούν», που μας κάνουν να
είμαστε «οι εαυτοί μας», που κάνουν τον κόσμο «προβλέψιμο», που μας βοηθούν να
είμαστε οργανωμένοι, που μας επιτρέπουν τις μικρές διασκεδάσεις ή/ και
«ιεροτελεστίες»: είναι η δουλειά αλλά μπορεί να είναι και η Κυριακάτικη
εκδρομούλα, το διάβασμα της εφημερίδας το απόγευμα, η αγαπημένη μας τηλεοπτική
εκπομπή…
Η ρουτίνα, για άλλους λιγότερο και για άλλους περισσότερο, είναι
ούτως ή άλλως απαραίτητη για την ισορροπία μας.
Και μαζί με τη «ρουτίνα» μας, είναι ο «κύκλος» των ατόμων με
τα οποία συναναστρεφόμαστε… Ένας κύκλος, που όμως, όσο μεγαλώνουμε, καταλήγει τελικά
να «στενεύει»; Ή είμαστε γενικά (και δικαιολογημένα κάποιες φορές) καχύποπτοι,
φοβισμένοι και απογοητευμένοι να γνωρίσουμε καινούργιους ανθρώπους, να τους εμπιστευτούμε
και να εναποθέσουμε ελπίδες σε αυτούς;
Αυτό που γενικά παρατηρώ, είναι μια τάση να αναζητούμε τους
ανθρώπους και τα στοιχεία που «συμφωνούν» με εμάς. Και το διατύπωσα επίτηδες
έτσι, κι όχι: «που συμφωνούμε εμείς με αυτά». Μια τέτοια τάση μοιάζει «φυσική»
για ένα «ισορροπημένο» άτομο. Μάλιστα, φαίνεται ότι και οι επιστήμονες που
ασχολούνται με την «ψυχή», συνηγορούν σε κάτι τέτοιο, ενθαρρύνοντας τα άτομα
προς τις παρέες που στηρίζουν τις επιλογές τους: «Η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό
να συμπορεύεσαι με όσους σε σέβονται και να μην στενοχωριέσαι για τους άλλους».
Μα αυτό είναι διαφορετικό
από το να περιμένουμε μόνο τη «συμφωνία» μέσα στις σχέσεις που θεωρούμε «καλές»:
υπ’ αυτήν την έννοια, δεν αντιμετωπίζουμε τον άλλο ως «σύνολο», απομονώνουμε
μόνο τα στοιχεία εκείνα που «χρειαζόμαστε». Αλλά και το να παραβλέπουμε ή να
συγκαλύπτουμε τα «αρνητικά» στοιχεία του άλλου, όσο κι αν το κάνουμε με «καλή
πρόθεση», εξακολουθεί να είναι μια μη συνολική αντιμετώπιση.
Και ποιος είναι «τέλειος»; Άλλωστε, μεταξύ φίλων,
προβλέπεται πάντοτε μια κάποια «ασυλία»… Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι διατηρούμε μόνο τις φιλίες εκείνες που μας κολακεύουν.
Η «καλή σύγκρουση»:
Η αυθεντική, «καλή» επικοινωνία,
δεν φοβάται την πρόκληση, τη σύγκρουση. Και σίγουρα δεν είναι μια (θεατρική) «παράσταση».
Απλά σέβεται τα προσχήματα και διαθέτει τακτ: δηλαδή δεν αναδεικνύει σκοπίμως
τα «συγκρουσιακά» θέματα, αντίθετα προσπαθεί να τα μονώσει, να τα περιορίσει. Η
«σύγκρουση», παρόλα αυτά, μπορεί να είναι μια ευκαιρία για εμπέδωση του
ενδιαφέροντος, των σχέσεων, της εμπιστοσύνης, των κοινών στόχων. Επομένως,
είναι καλύτερα να τονίζουμε τις κοινές οπτικές αφού προηγουμένως έχουμε με
ενδιαφέρον προσπαθήσει να καταλάβουμε καλά την οπτική του άλλου.
Συνεπώς:
- Όταν ακούμε τον άλλο, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι τον «ακούμε πραγματικά» και να ενθαρρύνεται κι εκείνος να εκφραστεί, κάνοντας επαναδιατυπώσεις με ενδιαφέρον κι όχι σαν «ανακριτές» ή «δικαστές».
- Σημασία έχει να νιώθουν κι οι δυο πλευρές «ανωτερότητα» στη σχέση επικοινωνίας: επειδή οι διαδικασίες επικοινωνίας οδηγούν σε «αμοιβαία προσαρμογή», δηλαδή το επίπεδο του διαλόγου αλλάζει και έρχεται προς το μέσον, βοηθά το να είμαστε ξεκάθαροι στις επιδιώξεις μας στοχεύοντας πάνω απ’ όλα στην κοινή κατανόηση και το αμοιβαίο όφελος.
- Όλοι μας έχουμε κάποιες πεποιθήσεις κι ενδεχομένως κάποια «ιδεολογία», όμως αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε «κλειστοί» για να τα διατηρήσουμε. Αντίθετα, ο διάλογος βοηθά την καλλιέργεια όλων των απόψεων και μας βοηθά να παραμένουμε σίγουροι και συγκροτημένοι.
- Κάθε άτομο «συγκρατεί» και «μαθαίνει» ό,τι το ενδιαφέρει αλλά και στη βάση των προηγούμενων εμπειριών του, επομένως η «πραγματική κατανόηση» χρειάζεται συνεχή προσπάθεια είτε είμαστε «καλοί ακροατές» είτε …όχι!
- Το να αναζητάμε μόνο τα «σύμφωνα» στοιχεία δεν προωθεί ούτε τη «μάθηση» ούτε και τις νέες ιδέες…
- Αναγνωρίζουμε ότι κι ο άλλος έχει την ανάγκη να δείξει τα θετικά του στοιχεία, δεν του στερούμε αυτό το δικαίωμα. Έτσι, μπορούμε να δίνουμε και περισσότερες πρωτοβουλίες, να «βγάζουμε μπροστά» και τους άλλους, να προωθούμε όλες τις ιδέες… Έτσι συμβαίνουν όλα τα όμορφα και δημιουργικά πράγματα. Και μόνο αυτό θα φέρει «αλλαγή» και διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της γνώσης.
- Το λιγότερο άλλωστε που θα «κερδίσουμε» είναι, ότι οι καλοί συνομιλητές, θεωρούνται γοητευτικοί και συμπαθείς από τον περίγυρό τους!
Είναι ωραίο να
καλλιεργούμε τις δεξιότητές μας αλλά, εάν ταυτόχρονα δεν παράγουμε ευκαιρίες
συνάντησης κι ανταλλαγής, σε τι ωφελούν;
Πόσες φορές στερούμαστε την αυθεντική επαφή και προτιμάμε
τις «οθόνες»;
Οι οθόνες όμως, όσο κι αν έχουν αληθοφάνεια, εξειδικευμένη
γνώση, ποικιλία και «νέα», δεν μας δίνουν τη δυνατότητα να ακούμε «ενεργητικά».
Ίσως οι απόψεις των ανθρώπων που συναντάμε καθημερινά, μας
ενδιαφέρουν τελικά περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε… Κι ίσως και να μπορούν να αλλάξουν κάπως τις «προτεραιότητές» μας και
μας δείξουν το «νόημα» που ψάχνουμε. Αλλά το πρώτο βήμα είναι να ανοίξουμε λίγο
παραπάνω την καρδιά μας και μετά τα μάτια και τα αυτιά μας!
Χ. Κ.