Κάνοντας λόγο για «εύστοχη επικοινωνία», δεν περιοριζόμαστε
στα στοιχεία εκείνα που έχουν να κάνουν με τις «εντυπώσεις», αλλά, οφείλουμε να
βάλουμε, από την πλευρά μας, μερικά λιθαράκια, ώστε να αποκαταστήσουμε τη
θεραπευτική λειτουργία της επικοινωνίας. Άλλωστε, στην ιδιότητα του (δομημένου)
ειλικρινούς διαλόγου να γεφυρώνει αποστάσεις, να παρηγορεί τα άτομα και να
αποκαθιστά τα δυσλειτουργικά συμπτώματα, βασίζονται οι ψυχοθεραπευτικές
προσεγγίσεις.
Επειδή, όμως, «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει…», είναι προφανές
ότι, τα λόγια μπορούν να παράγουν βία, τόσο άμεσα όσο και έμμεσα. Η έμμεση βία
των λόγων, συχνά μπορεί να βρίσκεται και στα «αλλά...» που χρησιμοποιούμε.
Πώς, όμως, συμβαίνει αυτό;
Γενικά, έχουμε την τάση, όταν επικοινωνούμε, να εκφέρουμε
κριτικές, περισσότερο από το να ακούμε τους άλλους ή να κάνουμε ερωτήσεις που
προωθούν την καλή και ξεκάθαρη κατανόηση. Οι κριτικές αυτές, συχνά, είναι
αρνητικές, δηλαδή, αναφέρονται σε μειονεκτήματα και «παραλείψεις» ή σε
«παραφωνίες» και «αντιφάσεις» που αποδίδονται, κατά κανόνα στους «άλλους».
Υπάρχουν όμως και πιο έμμεσοι τρόποι εκφοράς αρνητικών κριτικών: Χρησιμοποιώντας το
«αλλά», όταν αναφερόμαστε, σε γενικές γραμμές θετικά, σε κάποιο πρόσωπο,
δημιουργείται, συνήθως, μια αίσθηση έμμεσης βίας στο διάλογο: αυτό συμβαίνει
επειδή, συνήθως, το «αλλά» έχει ως στόχο, να απομονώσει κάποιο στοιχείο από το
σύνολο. Δεν θα σταθούμε, όμως, στο (μελλοντικό) στόχο που μπορεί να έχει
κάποιος που εκφέρει μια άδικη κριτική για κάποιον άλλο, ωστόσο, επειδή
αναφερόμαστε στις αρχές της ειλικρινούς εύστοχης επικοινωνίας, θα θυμίσουμε
εδώ, την έννοια του «τακτ» που επιβάλλει, το δικαίωμα καθενός να του
συμπεριφέρονται ως σύνολο και μάλιστα με προκαταβολική καλοπιστία, δηλαδή, χωρίς
να γίνεται αυτοσκοπός του διαλόγου η αναζήτηση παραλείψεων ή «παραφωνιών».
Το να παραθέτουμε ένα
«αλλά…», δεν δηλώνει κριτική ικανότητα. Η κριτική ικανότητα, εστιάζει, όπως
και το τακτ, στο σύνολο, οδηγώντας τα άτομα σε πιο αντικειμενικές σκέψεις και σε πιο ακριβείς περιγραφές των συμπεριφορών, χωρίς χαρακτηρισμούς και προσέχοντας ώστε να μην μειώνουμε τους «άλλους» σε προσωπικό επίπεδο…
Οι λόγοι για τους οποίους, ίσως πρέπει να χειριζόμαστε με
«φειδώ» τα «αλλά» που αφορούν τους «άλλους», είναι, πρώτον ότι, χωρίς το «αλλά…»,
μπορούμε να παίρνουμε πιο ξεκάθαρες θέσεις, δηλαδή, να είμαστε περισσότερο
ειλικρινείς με τους εαυτούς μας και με τους άλλους, δεύτερον ότι, το «αλλά…»
δημιουργεί αποστάσεις στις σχέσεις μας και μειώνει την εμπιστοσύνη μεταξύ μας και
τρίτον ότι, εάν το «αλλά…» δύναται να διαποτίζει
αρνητικά το σύνολο εξαιτίας μιας, όχι και τόσο σημαντικής, λεπτομέρειας, αξίζει,
τελικά, να φερόμαστε έτσι;
Μην ξεχνάμε ότι, αυτά που επιφυλάσσουμε για τον άλλο, είναι πιο σοφό να είναι προς την κατεύθυνση αυτού που επιθυμούμε κι εμείς για τους εαυτούς μας και προς την κατεύθυνση αυτού που επιθυμούμε να είναι ο κόσμος...
Επομένως, είναι πιο
ωφέλιμο, στις κοινωνικές σχέσεις, το να επιφυλάσσουμε τα συνετά «αλλά…» μας,
αποκλειστικά στο να παραθέτουμε «ελαφρυντικά» για τους άλλους κι όχι για να
δημιουργούμε αμφιβολίες και λανθασμένες ή άδικες «εντυπώσεις»…
X. K.