Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Η μάθηση της υπευθυνότητας στο σχολείο και στην οικογένεια

Η μάθηση της υπευθυνότητας είναι η μάθηση η οποία έχει ως στόχο, τα παιδιά να γίνουν ανεξάρτητα και υπεύθυνα, εσωτερικεύοντας τις ηθικές αξίες και τους κανόνες. Πρόκειται για την ενθάρρυνση των παιδιών να δρουν αυτόνομα, σε ένα κλίμα εμπιστοσύνης και σεβασμού, όπου λαμβάνεται υπόψη η γνώμη τους.

Εξαιτίας αυτής της προτεραιότητας, της προτεραιότητας δηλαδή της εσωτερίκευσης σε αντιδιαστολή με την απλή υπακοή, οι ετερόνομες/ «αυταρχικές» μέθοδοι, ατονούν στα εκπαιδευτικά περιβάλλοντα, επειδή δεν βοηθούν τα παιδιά να κάνουν τους κανόνες «μέρος της προσωπικότητας τους». Όλοι καταλαβαίνουμε γιατί, όταν ο κανόνας τηρείται υποχρεωτικά, εξαιτίας του φόβου, δεν τηρείται σχολαστικά.

Τα παιδιά λοιπόν, μπορούν να κατανοήσουν τις πράξεις τους από τις συνέπειές τους, αλληλεπιδρώντας «ίσοις όροις» με τους ενηλίκους του περιβάλλοντος τους.


Η αυτονομία και η υπευθυνότητα σχετίζονται και οι δυο με την «αυτοπραγμάτωση». Τα άτομα, μέσα σε υποβοηθητικές σχέσεις με τους ενηλίκους, κατορθώνουν, τελικά, μέσα από μια διαδικασία που διαρκεί αρκετά χρόνια, να ανακαλύψουν τα «κρυμμένα τους προσόντα»*, να αναπτύξουν τα χαρακτηριστικά τους και να βρίσκουν εσωτερικά κίνητρα.

Σίγουρα όμως, δεν αρκεί να το λέμε, αλλά χρειάζεται μια προετοιμασία, η οποία πραγματοποιείται με τη βοήθεια του σχολείου. Μεμονωμένα, θα έλεγα, δεν μπορούμε να κάνουμε το καλύτερο για τα παιδιά, όσο καλοί γονείς ή εκπαιδευτικοί κι αν είμαστε. Χρειάζεται μια συστηματική προσπάθεια για να διαδοθεί μια κουλτούρα συνεργασίας και αμοιβαίας υποστήριξης προς τον κοινό σκοπό.

Έχει ιδιαίτερη σημασία, να διευκρινίσουμε, σε αυτό το σημείο, ότι κάνοντας λόγο για αυτονομία και υπευθυνότητα, μιλάμε για τις δυο όψεις ενός νομίσματος. Είναι λανθασμένη η πολύ γενική εντύπωση που υπάρχει ότι η «υπευθυνότητα» είναι έννοια των αυταρχικών μοντέλων κι ότι «αυτονομία» σημαίνει ότι τα άτομα κάνουν «ό,τι τους κατέβει». Η αυτονομία προϋποθέτει ότι τα άτομα αναλαμβάνουν την ευθύνη των πράξεών τους.

Επίσης, δεν θα γινόταν να περάσουμε σε μια πιο «δημοκρατική εκπαίδευση» αυτόματα, απλά με το να καταργούσαμε τους «παραδοσιακούς» ρόλους και κανόνες. Τότε θα επικρατούσε μόνο χάος κι ανασφάλεια.

Ουσιαστικά, το κλειδί είναι να δομηθεί ένα υποστηρικτικό πλαίσιο, όπου θα λαμβάνει χώρα ο εποικοδομητικός διάλογος: διάλογος με συγκεκριμένες αφορμές και με ηθικό περιεχόμενο, αλλά χωρίς να καταλήγει σε έτοιμα συμπεράσματα με τη μορφή «μαθήματος» από τους ενηλίκους για τα παιδιά. Όλα τα μέλη της κοινότητας μπορούν να συμμετέχουν εξίσου σε ένα τέτοιο υποστηρικτικό πλαίσιο, χωρίς να ακυρώνεται η χρήση των κλασικών μεθόδων διδασκαλίας κι έτσι είναι πιο αποτελεσματική η μάθηση.

Όμως, πώς φτάσαμε σε αυτές τις παιδαγωγικές ιδέες;

Στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, οι ρόλοι μας δεν είναι αυτονόητοι ούτε δεδομένοι. Αντίθετα, οι ρόλοι μας είναι πολύπλοκοι και πιο απαιτητικοί, συνεπώς έχουμε ανάγκη από συνεχή «επιμόρφωση». Για παράδειγμα, συχνά ακούμε τον όρο «δια βίου μάθηση», στον οποίο περιέχονται τόσο τυπικές όσο και μη τυπικές, διαδικασίες μάθησης. Μάλιστα, η τάση αυτή επιβεβαιώνεται και σε θεσμικό επίπεδο, όπου τα σχέδια δράσης προωθούν τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες.

Η δια βίου μάθηση, με την ευρεία έννοια, προωθεί την ομαδική πρόοδο: την καλλιέργεια των δεξιοτήτων των ατόμων, την υποστήριξη και την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ τους, την ενεργή συμμετοχή, τη βαθύτερη κατανόηση και ρύθμιση των κοινών προβλημάτων. Οι φορείς κοινωνικοποίησης όπως η οικογένεια και το σχολείο, αποτελούν κατεξοχήν κέντρα αυτών των διαδικασιών «επιμόρφωσης». Πιο συγκεκριμένα, εντός των σχολικών κοινοτήτων, τα άτομα που φροντίζουν τα παιδιά, συνεργάζονται συστηματικά για μεγάλα χρονικά διαστήματα, ανταλλάσσοντας γνώσεις και ιδέες, με απώτερο στόχο να προάγουν την ανάπτυξη των αυριανών υπεύθυνων πολιτών*.

Η μακροχρόνια ανταλλαγή ιδεών και πρακτικών στην οποία αναφερόμαστε, προϋποθέτει σχέση ισότητας. Σε αυτές τις συνθήκες, τα παιδιά έχουν ενεργότερο ρόλο στο σχολείο και στην οικογένεια και οι γονείς έχουν ενεργότερο ρόλο στο σχολείο και την εκπαιδευτική διαδικασία, προκειμένου να υποστηρίξουν το σεβασμό στο σχολικό θεσμό. Πέρα από την κλασική διδασκαλία, έμφαση δίνεται στην βιωμένη εμπειρία της υποστήριξης και της συνεργασίας μεταξύ των μελών. Σε αυτό το κλίμα εμπιστοσύνης και σεβασμού, τα μέλη μαθαίνουν τις αξίες και τις αρχές της ομάδας.

Αυτό σημαίνει ότι, τα πιο φιλελεύθερα/ «αντι-αυταρχικά» μοντέλα διαχείρισης, συνυπάρχουν, μοιραία, με τα ετερόνομα/ «κατευθυντικά», αλλά με τάση να επικεντρωνόμαστε στα άτομα και τις διαφορετικές ανάγκες τους.

Σε πρακτικό επίπεδο, σημασία έχει η οργάνωση του χρόνου με τέτοιο τρόπο ώστε, να υπάρχουν περιθώρια αυθεντικής κοινωνικής αλληλεπίδρασης. Στη διάρκεια αυτού του «αδόμητου» χρόνου, γονείς και εκπαιδευτικοί πρέπει να είναι διαθέσιμοι και με κατανόηση στις ερωτήσεις των παιδιών, να παράγουν θέματα για διάλογο και να λαμβάνουν υπόψη όλες τις προτάσεις.

Παρόλο που εστιάσαμε στην ιδέα των κοινοτήτων (και της μάθησης μέσω των σχέσεων που αναπτύσσονται σε αυτές), η «μαθητο-κεντρική διδασκαλία»**, δηλαδή το να «κατευθύνουν» οι μαθητές τις διαδικασίες μάθησης σε θέματα που τους ενδιαφέρουν, δεν είναι εξολοκλήρου «σύγχρονη» ιδέα. Εδώ ωστόσο, τοποθετήθηκε σε ένα πλαίσιο όπου, μπορούμε να δώσουμε εφόδια σε όλη την ομάδα και να προάγουμε την εμπέδωση του αισθήματος κοινότητας, των κοινών κανόνων, του καταμερισμού των ρόλων, του κοινού σκοπού, της εμπιστοσύνης.

Τα σύγχρονα ζητήματα της «παιδικής προστασίας»:

Τις δυο τελευταίες δεκαετίες, μπορούμε να πούμε ότι δίνεται συστηματικά και σε διεθνές επίπεδο, περισσότερη βαρύτητα στην παιδική προστασία, την εξάλειψη της παιδικής κακοποίησης, του αναλφαβητισμού, στην ασφάλεια των παιδιών και την ένταξη των δικαιωμάτων τους στην ημερήσια διάταξη. Σε αυτό το πλαίσιο, ως αλληλο-συμπληρωματικοί, κρίνονται οι ρόλοι της οικογένειας και της πολιτείας, μέσω των φορέων κοινωνικοποίησης.

Αφενός, μέσα από την προετοιμασία για την ανάληψη του γονεϊκού ρόλου, την ενίσχυση των οικογενειακών δεσμών και τη συμβουλευτική στην οικογένεια, οι γονείς μαθαίνουν πώς να συζητούν, να κατανοούν και να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη των παιδιών για θέματα που τα αφορούν, αντιμετωπίζοντάς τα, όλο και πιο πολύ, σαν υπεύθυνα άτομα.

Ταυτόχρονα, μέσα από τη συνεργασία και την ισότητα στο σχολείο, τα παιδιά ενθαρρύνονται να συμμετέχουν και να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αλλά και με τους ενηλίκους. Αλλά και η ακαδημαϊκή επίδοση των παιδιών, συνδέεται με την ανταλλαγή ιδεών και στρατηγικών μάθησης, την ανάπτυξη συναισθηματικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων, του αισθήματος δικαίου και την ηθική ανάπτυξη, δεξιότητες οι οποίες εδραιώνονται με την ανάπτυξη του σχετικού λεξιλογίου.

Τα κοινωνικά προβλήματα στα σχολεία, φαίνεται ότι συνδέονται μεταξύ τους και χρειάζονται «ολιστική» αντιμετώπιση: δηλαδή δράση σε πολλά επίπεδα και απ’ όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Με αυτές τις παρεμβάσεις λοιπόν, στοχεύουμε στην ομαδική πρόοδο, «προκοπή». Πρόκειται για τα είδη μάθησης που έχουν τη δυνατότητα να τροποποιήσουν τις στάσεις και τις συμπεριφορές των ατόμων και να τους δώσουν «εφόδια ζωής», φέρνοντας τα βιώματα τους στην εκπαιδευτική διαδικασία ως «ευκαιρίες», δεδομένου ότι η μάθηση πραγματοποιείται στη βάση εμπειριών.

Πώς η μάθηση της υπευθυνότητας σχετίζεται με την επίλυση των σχολικών προβλημάτων;

Στα σχολεία που έχουν θετικό και συνεργατικό κλίμα, φαίνεται ότι οι μαθητές έχουν καλύτερες επιδόσεις αλλά και λιγότερα προβλήματα βίας. Όταν στοχεύουμε στην ομαδική πρόοδο και στα καινούργια πράγματα που μαθαίνουμε, αντί να περιοριζόμαστε στο «σωστό» και το «λάθος», περιορίζουμε τον ατομικό ανταγωνισμό. Έτσι, τονίζεται ο προληπτικός χαρακτήρας αυτών των δράσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, κάνουμε λόγο για τη «φιλία», τη «συνεργασία» και τη «συμμαχία» σε επίπεδο κοινοτήτων, ως τελικούς στόχους κάθε παρέμβασης ή/ και ως προϋποθέσεις για να περάσουμε στην «αυτορρύθμιση» και την «αυτοδιαχείριση» όλων των θεμάτων των κοινοτήτων. Μάλιστα, η «φιλία», είναι ένας πολύ σημαντικός όρος, κατά τη γνώμη μου, κάθε άλλο παρά αυτονόητος. Στον Αριστοτέλη, η φιλία είναι ο ουσιαστικότερος σκοπός των κοινοτήτων κι είναι αναγκαίο να εμπνέεται μέσω της «πολιτικής συμμετοχής», επειδή, «οι πραγματικοί φίλοι δεν θέλουν να βλάψουν ο ένας τον άλλο».

Συμπεράσματα σχετικά με τα είδη ηθικής και τους συμπληρωματικούς ορισμούς της υπευθυνότητας:

Τελικά, η σχέση ισότητας στην οποία οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές συμπράττουν, θεμελιώνεται στην εσωτερίκευση των κανόνων (υπευθυνότητα) κι όχι απλά στην τήρησή τους (πειθαρχία). Τα δυο είδη ηθικής, συνυπάρχουν στην παιδική ηλικία, ενώ σιγά-σιγά, φαίνεται ότι εγκαταλείπεται το δεύτερο προς χάριν του πρώτου. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει η έννοια της «αντι-αυταρχικής» εκπαίδευσης όταν μιλάμε για ένα τρίχρονο παιδί. Είναι ηλικία που θα πρέπει να απλοποιηθούν οι κανόνες και να μπουν οι έννοιες της «ανταμοιβής» και της «τιμωρίας», όπως λέμε. Εννοώντας «τιμωρία», εννοούμε ότι το παιδί, εάν δεν υπακούσει σε μια εντολή που του τίθεται ξεκάθαρα, τότε στερείται μια δραστηριότητα που το ευχαριστεί: «Εάν δεν μαζέψεις τα παιχνίδια σου, δεν θα πάμε βόλτα». Θα πρέπει ένα παιδί να περάσει τα έξι-επτά έτη, ώστε να μπορεί να διαχωρίσει το ψέμα από την αλήθεια και να έχει τα πρώτα αισθήματα ηθικής, τα οποία σαφώς εξακολουθούν να έχουν ετερόνομο χαρακτήρα, ενώ μετά το ενδέκατο έτος μπορούμε να κάνουμε λόγο για την αρχή της διαμόρφωσης μιας «προσωπικής» ηθικής και συνεπώς μπορούμε να δίνουμε περισσότερες «ανοικτές» επιλογές στα παιδιά***.

Η τάση αυτή που περιγράψαμε, δηλαδή το να εγκαταλείπεται σιγά-σιγά το «αυταρχικό» μεγάλωμα των παιδιών, θέτει νέα αιτήματα «ελέγχου» και «οριοθέτησης» αλλά και την ανάγκη τοποθέτησής τους σε μια νέα βάση. Η ανάγκη του κοινωνικού ελέγχου, δεν παύει να έχει σημασία, αλλά παίρνει «ενταξιακό», αντί για «τιμωρητικό/ απορριπτικό», χρώμα. Όπως αναφέραμε και παραπάνω, δε θα γινόταν να περάσουμε σε μια πιο «δημοκρατική εκπαίδευση» αυτόματα, αν απλά καταργούσαμε τους «παραδοσιακούς» ρόλους και κανόνες. Τότε θα επικρατούσε μόνο χάος κι ανασφάλεια. Στη σχολική ηλικία, ιδίως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, η ανάγκη πειθαρχίας και το πέρασμα στην «υπευθυνότητα» και την «εσωτερίκευση» συναντιούνται και συνυπάρχουν. Σκοπός και των δυο «ειδών ηθικής» είναι να προωθήσουμε το σεβασμό που προκύπτει από την εμπιστοσύνη.

Χριστίνα Καλαβρή,
ψυχολόγος-εγκληματολόγος
_________
*Η αναζήτηση του όρου «κοινότητες πρακτικής», των Lave & Wenger (1998), μπορεί να δώσει περισσότερες κατευθύνσεις στον αναγνώστη.
**Σχετικά, μπορεί κάποιος να ανατρέξει στην έννοια της «μαθητο-κεντρικής διδασκαλίας» του καθηγητή Carl Rogers. Για μένα, αποτελεί πηγή έμπνευσης...

***Είναι χρήσιμο να αναζητήσει ο αναγνώστης περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα «στάδια ηθικής ανάπτυξης στα παιδιά», του Kohlberg,  δεδομένου ότι σε αυτό το άρθρο έχουν παρουσιαστεί πολύ γενικά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου